σκυθρωπιάζω

σκυθρωπιάζω
σκυθρωπιάζω, σκυθρώπιασα βλ. πίν. 35

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταχνιάζω — [καταχνιά] 1. σκυθρωπιάζω, γίνομαι κατηφής, μελαγχολώ («το πρόσωπό του καταχνιάζει») 2. (το γ εν. ως απρόσ.) καταχνιάζει απλώνεται ομίχλη, πέφτει καταχνιά …   Dictionary of Greek

  • κατσουφιάζω — κατσούφιασα, κατσουφιάστηκα, κατσουφιασμένος, σκυθρωπιάζω, χάνω το κέφι μου, σκοτεινιάζω: Τι έχεις και κατσούφιασες έτσι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”